κάναθρον

κάναθρον
κάναθρον or better [full] κάνναθρον, τό, ([etym.] κάννα)
A cane or wicker carriage, X.Ages.8.7, cf. Hsch., Eust.1344.44.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κάναθρον — και κάνναθρον / κάναθρον και κάνναθρον, τὸ (Α) ξύλινη άμαξα που έχει θόλο πλεγμένο από καλάμια ή λυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + κατάλ. θρον δηλωτική τού οργάνου (πρβλ. θορύβη θρον, φόρε θρον). Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για σύνθ. με β… …   Dictionary of Greek

  • καννάθρου — κάναθρον cane neut gen sg κάνναθρον cane neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καννάθρων — κάναθρον cane neut gen pl κάνναθρον cane neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καννάθρῳ — κάναθρον cane neut dat sg κάνναθρον cane neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανάθρων — κάναθρον cane neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανάθρῳ — κάναθρον cane neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάναθρα — κάναθρον cane neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνναθρα — κάναθρον cane neut nom/voc/acc pl κάνναθρον cane neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνναθρον — κάναθρον cane neut nom/voc/acc sg κάνναθρον cane neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”